эмигрировать - ορισμός. Τι είναι το эмигрировать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι эмигрировать - ορισμός


эмигрировать      
ЭМИГР'ИРОВАТЬ, эмигрирую, эмигрируешь, ·совер. и ·несовер. Совершить (совершать) эмиграцию
(в 1 ·знач.), переселяться (переселиться). Эмигрировать в Америку. "В провинции носятся слухи, будто все мало-мальски богатые люди нашего уезда эмигрировали в Москву." Григорович.
ЭМИГРИРОВАТЬ      
рую, рует, несов. и сов.
Совершать (совершить) эмиграцию. Э. в Америку.||Ср. ИММИГРИРОВАТЬ, МИГРИРОВАТЬ.
эмигрировать      
несов. и сов. неперех.
Совершать эмиграцию (1).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για эмигрировать
1. Собирается ли Трофименко окончательно эмигрировать?
2. Для искусственного оплодотворения итальянцам придется эмигрировать
3. - Спасибо за интервью. *** Паша Белицкий собирается эмигрировать.
4. Рабочий вожак вынужден был эмигрировать в Аргентину.
5. Тогда-то обиженный Куперман и решил эмигрировать.
Τι είναι эмигрировать - ορισμός